
Ιστορικό
Ο Όμηρος περιγράφει στο παρακείμενο απόσπασμα της Ιλιάδας τη χρήση του λίπους και του νερού στην κατεργασία των τομαριών. Αποδίδει την ανθεκτικότητα της περίφημης ασπίδας του Αχιλλέα, έργο του Ηφαίστου, στις πέντε στρώσεις πετσιά, και περιφράφει την κατασκευή αυτής του Αίαντα του Λοκρού από τον βυρσοδέψη Τύχιο «με επτά βοϊδοτόμαρα».
Ο Παυσανίας αναφέρει στη Περιήγηση τους Οζολούς Λοκρούς που κατοικούσαν στην Άμφισσα και ντύνονταν με δέρματα για αυτό και μύριζαν δυνατά (Χ 38,3), ο Ησίοδος συμβουλεύει για τη χρήση των δερμάτινων πεδίλων και πανωφοριών για το κρύο, ο Αριστοφάνης σατιρίζει το βυρσοδέψη Κλέωνα στους Ιππείς και διαχωρίζει «βυρσοδέψες» και «σκυτοτόμους» στον Πλούτο και τις Εκκλησιάζουσες.
Οι αναφορές στη χρήση και την κατεργασία των δερμάτων στον Πλάτωνα, τον Αρριανό, τον Ξενοφώντα , το Λουκιανό, το Θεόφραστο, είναι συχνές και ενδεικτικές για την αρχαιότητα του κλάδου.
Οι βυζαντινοί χρησιμοποίησαν ευρύτατα τα δερμάτινα ενδύματα, υποδήματα, αξεσουάρ και αντικείμενα, ανακάλυψαν ποιότητες και μεθόδους που αργότερα εξελίχθηκαν στην προβιομηχανική βυρσοδεψία, έβαλαν τις βάσεις της οργάνωσης των ισχυρών τους συντεχνιών.
Κατά την Οθωμανική Αυτοκρατορία η κατεργασία των δερμάτων εξελίχθηκε ακόμη περισσότερο ενώ πλέον δημιουργήθηκαν βυρσοδεψικά κέντρα στον ελλαδικό χώρο με σημαντικές εμπορικές συναλλαγές στα Βαλκάνια, τις παραδουνάβιες περιοχές, τη Μικρά Ασία, τη Ρωσία και τη Δύση. Τα Ταμπάκικα προστατεύονταν με ευνοϊκές ρυθμίσεις ως προς τις προμήθειες των υλών και τη διάθεση των προϊόντων.
Στα νεώτερα χρόνια, η βυρσοδεψία πέρασε στη διαδικασία της εκβιομηχάνισης, δημιουργώντας έναν εύρωστο και δυναμικό κλάδο στην Ελλάδα, για έναν περίπου αιώνα. Οι συνοικίες των ταμπάκικων στις πόλεις- λιμάνια του 19ου αι. αποτελούν ένα χαρακτηριστικό πολεοδομικό σύνολο, σύμβολο πλούτου και προκοπής, αν και στα επόμενα χρόνια αντιμετωπίζουν διαρκώς πιέσεις για απομάκρυνση από τις κατοικημένες περιοχές, ως «οχληρές και ρυπαίνουσες εγκαταστάσεις».
Η περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου έπαιξε σημαντικό ρόλο την περίοδο της εκβιομηχάνισης. Η Σύρος, πρωτεργάτρια, η Χίος, η Λέσβος , η Σάμος, η Ρόδος και η Κύπρος, δημιούργησαν εύρωστους βιομηχανικούς πόλους, αξιοποιώντας τα δίκτυα συναλλαγών με τα Μικρασιατικά κέντρα εμπορίου.
Η Σάμος διακρίθηκε στην κατεργασία των σολοδερμάτων. Τα πρώτα μικρά οικοτεχνικά ταμπάκικα εμφανίζονται στη Σάμο στο Λιμένα του Βαθέος, στην ομώνυμη συνοικία. Δεν ευημέρησαν όμως στην πρωτεύουσα της Ηγεμονίας, ίσως λόγω της όχλησης που δημιουργούσαν. Έτσι, η δραστηριότητα άνθισε στο Καρλόβασι το τελευταίο τέταρτο του 19ου αι. και έπαιξε σημαντικό ρόλο ως το 1950, όταν άρχισε η φθίνουσα πορεία μέχρι την οριστική λήξη, με το τέλος του 20ου αι.
Τα στάδια κατεργασίας του δέρματος
Η κατεργασία του δέρματος γενικά περιλαμβάνει τρία στάδια, τα οποία χωρίζονται σε περισσότερες από δέκα παραγωγικές φάσεις που προσαρμόζονται και τροποποιούνται ανάλογα με τον τύπο της δοράς και το τελικό επιθυμητό προϊόν. Οι φάσεις αυτές ταξινομούνται σε χημικές και μηχανικές παραγωγικές διαδικασίες.
Οι ιδιότητες που αποκτά το δέρμα κατά την κατεργασία του είναι η αντοχή στα χτυπήματα, τις κάμψεις και τα σκισίματα, η καλή θερμομονωτικότητα, η διαπερατότητα στους υδρατμούς, η ευκαμψία και η ελαστικότητα.
Με την εξέλιξη της βυρσοδεψίας, την εφαρμογή των ανακαλύψεων στη χημεία και των μοντέρνων μηχανικών μεθόδων, οι διαδικασίες τροποποιήθηκαν, συντομεύθηκαν, και έδωσαν νέα προϊόντα.
Οι μέθοδοι κατεργασίας είναι πολλές και τα παραγόμενα προϊόντα ποικίλα.
Η Σάμος φημίστηκε για την φυτική κατεργασία των σολοδερμάτων αν και παρήγε επίσης μικρές ποσότητες και άλλων ποικιλιών (αδιάβροχα, βακέτες κλπ)
Στη Σάμο ήδη στις αρχές του 20 αι (1910) γινόταν εισαγωγές από τη Νότια Αμερική, την Αίγυπτο, τη Γαλλία την Τουρκία. (ΓΑΚ Σάμου Αρχείο ΗΔΚ, φακ2/1 1911 εγγρ 12).
Είχανε κάτι πανέμορφα ονόματα : Φριγκορίφικος, Ματαντέρος, Κάμπος, Ντεσέχος, Νατουράλες, Βιέντος, Σαλαντέρος – σέκος κι έρχονταν από μακρινά μέρη, εξωτικά και μυστήρια. Το Βαλπαρέζο, το Σαντιάγκο, τη Λίμα, το Πόρτο Αλέγρε, το Μοντεβίδεο, την Καλκούτα, το Μανδράς, την Άγρα, το Καράτσι, απ’ την Καντόνα, τη Σουμάτρα, τη Μανίλα, την Μπόρνεο, την Ιάβα, το Σουδάν, το Τζιμπουτί, τη Σενεγάλη. Ήταν ποιότητες – ποιότητες. Τα άριστα ήταν οι γελάδες Αργεντινής και τα Μαδαγασκάρια.
Οι ιδιότητες του δέρματος και η δράση των Τανινών
Το δέρμα των θηλαστικών αποτελείται από τρεις στιβάδες: την επιδερμίδα, τη δερμίδα ή χόριο και την υποδερμίδα ή υποδόριο ιστό.
Το χόριο, πυκνό δίκτυο ινών πρωτεϊνικής σύστασης με βάση το κολλαγόνο, είναι το καθευατό δέρμα. Η αντοχή ενός κατεργασμένου δέρματος εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα και την αναλογία του χορίου προς το συνολικό πάχος.
Η δέψη είναι ουσιαστικά η διαδικασία σταθεροποίησης των ινών του κολλαγόνου και πρόληψης της σήψης. Με τη διαδικασία αυτή, η τανίνη εισέρχεται στο δέρμα και στη συνέχεια αντικαθιστά τα μόρια του νερού που συγκρατούνται στις ιονισμένες ομάδες του κολλαγόνου
Η τανίνη δεν είναι μία συγκεκριμένη χημική ένωση, αλλά μία κατηγορία ενώσεων ευρύτατα διαδεδομένη στα φυτά. Οι τανίνες είναι διαλυτές στο νερό και στην αλκοόλη. Τις συναντάμε στις ρίζες, στο ξύλο, στο φλοιό, στον καρπό καθώς και στα φύλλα πολλών δένδρων, όπως στη καστανιά, στο πευκοφλοιό, στα καπάκια από τα βελανίδια, στα φύλλα του σκίνου κ.ά.
Η βελανιδόκουπα και ο πίτυκας (πευκοφλοιός) που ήταν τα κύρια δεψικά υλικά στη Σάμο, αλέθονταν σε χοντρό κόκκο σε ειδικούς μύλους, χύνονταν σε μια δεξαμενή, τη χαρτζόλιμπα, καλυπτόταν με θερμό νερό και έμεναν εκεί για τουλάχιστον μια νύχτα, ώστε να «μελώσουν» και να γίνουν ένα παχύρρευστο υγρό, το χάρτζι.
ΣΤΑΔΙΟ 1ο - Τα νερά


Στο πρώτο στάδιο τα δέρματα καθαρίζονται, ενυδατώνονται, αποτριχώνονται από το πρόσωπο και απομακρύνονται τα λίπη από το γουδουρά, την εσώτερη στιβάδα. Μένει μόνον καθαρό το τμήμα της βύρσας που θα δεχθεί την κατεργασία.
Δυο εργάτες κουβαλούσανε στους ώμους τους ένα μακρύ κοντάρι το- «μπαστούνι»-φορτωμένο πετσιά, και το κατεβάζανε στο κυμοθάλασσο. Εκεί ήταν μόνιμα μπηγμένοι μέσα στο νερό πάσσαλοι από χοντρά αγριόξυλα όπου οι εργάτες με λεπτά σκοινιά – τα «καβέτα»-δένανε τα πετσιά και τ΄αφήνανε στο αέναο κύμα της Ρίβας.
Κ. Καλατζής. Το Ταμπάκικο, Πιτσιλός 1992, σελ. 26



ΣΤΑΔΙΟ 2ο - Η Αργάση



Οι τρόποι φυτικής δέψης των σολοδερμάτων στα σαμιώτικα ταμπάκικα ήταν το πάστωμα σε μποτόνια με χάρτζια, ή αρκετά αργότερα, στα κουνητά με διαλύματα ισχυρών τανινών. Οι βαρέλες δέψης που επιτάχυναν τους χρόνους και άλλαξαν την οργάνωση του ταμπάκικου χρησιμοποιήθηκαν ευρέως ήδη από τις αρχές του αιώνα.
Δευτέρωμα
Ο έλεγχος της δέψης γινόταν με μικρές τομές στην άκρη του δέρματος από έμπειρους τεχνίτες ώστε να δουν σε τι βάθος είχε εισχωρήσει η τανίνη: αν τα δέρματα περάσανε. Αν μετά τη παρέλευση τεσσάρων μηνών περίπου διαπίστωναν ότι η τανίνη δεν είχε εισχωρήσει σε όλο το δέρμα, επαναλάμβαναν τη διαδικασία του παστώματος, δευτέρωναν με άλλο χαρτζ.


ΣΤΑΔΙΟ 3ο - Ο Καλλωπισμός



Στο στάδιο αυτό το δέρμα αποκτά την επιθυμητή όψη, χρώμα, υφή, ανάλογα με την τελική του χρήση. Οι τεχνικές, οι μέθοδοι και οι μηχανές είναι αναρίθμητες, όσες η φαντασία του ανθρώπου για νέα προϊόντα. Για τα σολοδέρματα ειδικότερα τα βασικά στάδια του τελειώματος ήταν:

H ξήρανση των δερμάτων είναι κρίσιμη, καθώς θα πρέπει να επιτευχθεί ομοιόμορφη αφύγρανση και να αποφευχθεί η οξείδωση των τανινών στην επιφάνειά τους. Στα περισσότερα βυρσοδεψεία το στέγνωμα γινόταν στον όροφο, όπου κρεμούσαν τα δέρματα στις κρεμάλες.
Τις τελευταίες δεκαετίες στο Καρλόβασι εμφανίστηκαν θερμικά ξηραντήρια, όπου η ξήρανση των δερμάτων επιτυγχάνεται με σταθερή θερμοκρασία και ελεγχόμενη υγρασία, με αποτέλεσμα μια σαφώς καλύτερη ποιότητα.
Τις δύο πρώτες μέρες έπρεπε ο χώρος να μην αερίζεται καθόλου, γιατί ήτανε κίνδυνος να τσικνώσουν τα πετσιά. Αν τύχαινε να φυσήξει κουφονότι, βαρούσε συναγερμός στη Ρίβα. Ο κίνδυνος να πάθουν ζημιά τα πετσιά μεγάλωνε, και τα εργοστάσια παίρνανε με βιάση τα μέτρα τους. Κλείνανε πόρτες και παραθύρια, ακόμα και τις χαραμάδες.
Κ. Καλατζής. Το Ταμπάκικο, Πιτσιλός 1992, σελ. 32
Κατόπι τα δέρματα παστρεύονται και ξελουρίζονται δηλαδή κόβονται τα άχρηστα κομμάτια τους. Παράλληλα ταξινομούνται σε κατηγορίες ανάλογα με το βάρος και τη ποιότητά τους.
Η ποιότητα της βαφής καθορίζεται αποφασιστικά από την επιλογή των χρωστικών ουσιών. Οι χρωστικές που χρησιμοποιούνται είναι υδατοδιαλυτές. Η βαφή γίνεται σε ειδικό μηχάνημα και επιδιώκεται πάντοτε το δέρμα να αποκτήσει ομοιόμορφο και σταθερό χρώμα.
Άλλες τεχνικές
Oι σύγχρονες τάσεις της μόδας και η υποβάθμιση της ποιότητας των ακατεργάστων επέβαλλαν μηχανικές διαδικασίες όπως το τρόχισμα, το στάμπωμα, την επικάλυψη και βαφή των σολοδερμάτων με «πιστόλια» κ.α.
Έλεγχος, μέτρημα, αποστολή
Μετά από κάθε φάση ελέγχεται η ποιότητα του παραγόμενου δέρματος, ταξινομούνται ανάλογα με τις ποιότητες και τον τελικό προορισμό, μαρκάρονται, μετριούνται, δένονται σε μπάλες και προωθούνται στην αγορά.
Η Οργάνωση του Ταμπακιού


Το Ταμπάκικο ήτανε δίπατο. Στο κάτω πάτωμα γινότανε η υγρή δουλειά: η προκαταρκτική και η δέψη. Ήταν εκεί οι λίμπες και τα ποντόνια και τα καβαλέτα και οι βαρέλες. Εκεί γινόταν τα ξενερίσματα και τα ξελεσάσματα και τ’ ασβεστώματα. Και βέβαια τα παστώματα και τα γυρίσματα στις βαρέλες. Υγρασία και γλίτσα και μισόφωτο. Και βρώμα βαριά.
Στο πάνω πάτωμα γινόταν η στεγνή δουλειά: η τελειοποίηση και η συσκευασία. Ήταν εκεί οι πάγκοι για το στρώσιμο των πετσιών, οι κρεμάλες για το κέρωμα και το στέγνωμά τους, οι κύλιντροι για το σιδέρωμα, κι όλα τα εξελιγμένα μηχανήματα. Ήταν φωτεινό το πάνω πάτωμα, καθαρό κι είχε την ευχάριστη μυρωδιά του αργασμένου δέρματος.
Κ. Καλαϊτζής. Το ταμπάκικο, εκδ. ΠΙΤΣΙΛΟΣ, 1990, σελ. 20
Η οργάνωση του ταμπάκικου απαιτεί τη σωστή διαχείριση τριών παραμέτρων: του φωτός, του αέρα και του νερού. Το φως, απαραίτητο για την εργασία, σε κάποια στάδια μπορεί να καταστεί επιζήμιο για τα δέρματα. Ο αέρας πρέπει επίσης να είναι κατευθυνόμενος και το νερό πρέπει να είναι διαθέσιμο και σε αφθονία. Τα ταμπάκικα, κτισμένα κοντά στη θάλασσα ή και σε ποτάμι, διέθεταν επιπλέον δύο και τρεις στέρνες μέσα ή έξω από το κυρίως κτίριο, που λειτουργούσαν αρχικά χειρονακτικά με ντουζένια και αργότερα με αντλίες.
Τα ασβεστερά ήταν συνήθως κτισμένα έξω, ενώ όλες οι υπόλοιπες εργασίες γινόταν σε εσωτερικό χώρο. Οι λίμπες, τα ποντόνια, οι βαρέλες και οι πάγκοι ήταν διατεταγμένοι κατά μήκος των μακριών πλευρών του κτιρίου, εκατέρωθεν της κίνησης. Στο πάτωμα, πίσω από τους πάγκους και μπροστά από τις βαρέλες, αυλάκια σκαμμένα ή χτιστά βαθιά 15ως 40 εκ. διοχέτευαν τα νερά έξω από το κτίριο.
Όταν τα εργοστάσια εξοπλίστηκαν με μηχανοκίνηση ένα σύστημα αξόνων έδινε την κίνηση με ιμάντες κατ’ αρχήν στις βαρέλες, οι οποίες τοποθετούνται παράλληλα ή αντικριστά κάτω από τον κύριο στροφαλοφόρο άξονα, και στη συνέχεια στις υπόλοιπες μηχανές.
Πλάι στην κύρια είσοδο που είναι κατά κανόνα στη στενή πλευρά, υπήρχε ένα χαμηλό ξύλινο κλειστό δωμάτιο γραφείου, το επιτελείο της επιχείρησης. Ο χώρος επάνω από αυτό χρησίμευε ως πατάρι για αποθήκευση.
Τα διόροφα ταμπάκικα επικοινωνούσαν με μια εσωτερική ξύλινη σκάλα, ενώ η μεταφορά των δερμάτων γινόταν από καταπακτή ή εξωτερικά από δύο πόρτες, τη μία επάνω από την άλλη. Ο όροφος χρησιμοποιείτο κατά κανόνα για τις εργασίες του καλλωπισμού.
Χαρακτηριστική επίσης είναι η εμφανής ξύλινη στέγη, με χοντρά δοκάρια από κυπαρίσσι, τα οποία χρησιμοποιούνται ταυτόχρονα για το σύστημα ανάρτησης των δερμάτων στις κρεμάλες.
Η εκβιομηχάνιση των Ταμπάκικων στο Καρλόβασι






Η βιομηχανική ανάπτυξη στην περιοχή του Ανατολικού Αιγαίου, οφείλεται σε έναν ευνοϊκό συνδυασμό τοπικών και υπερτοπικών παραγόντων στα μέσα του 19ου αι. Παρά την περιορισμένη της έκταση και το σκληρό ανταγωνισμό στην ευρύτερη περιοχή, η Σάμος ευδοκίμησε επιχειρηματικά με το εμπόριο, τη ναυτιλία και τη βιομηχανία, ειδικότερα στους κλάδους του καπνού στο Βαθύ και της κατεργασίας των σολοδερμάτων στο Καρλόβασι.
Η ακμή των βυρσοδεψείων της Ρίβας του Καρλοβάσου τοποθετείται μεταξύ των ετών 1880 έως 1930 περίπου, οπότε λειτουργούν περί τις 50 επιχειρήσεις με 300 εργαζόμενους, που καλύπτουν το 25% της εγχώριας παραγωγής, ενώ η προβιομηχανική μορφή του κλάδου μαρτυρείται σε έγγραφα μερικές δεκαετίες πριν. Η ύπαρξη «βιομηχανικών καταστημάτων» αναφέρεται για πρώτη φορά σε έγγραφο το 1863. (ΓΑΚ Σάμου, ΑΣΤΥΝ. 033/1863)
Το άλμα από την προβιομηχανική βιοτεχνία, στην εκβιομηχάνιση του κλάδου του δέρματος έγινε δυνατό με την εκμηχάνιση με ατμό, πετρέλαιο και αργότερα ηλεκτρισμό και την εφαρμογή χημικών μεθόδων που συντόμευαν τα στάδια και έκαναν εφικτή τη μεγάλη παραγωγή.
Η πλήρης φυτική δέψη που εφάρμοζαν τα Καρλοβασιώτικα βυρσοδεψεία για την κατασκευή σολοδερμάτων την εποχή της ακμής τους κυριαρχούσε διεθνώς ως τεχνική. Ορισμένα στάδια αντικαταστάθηκαν αργότερα με χημικές μεθόδους, και σταδιακά εμφανίστηκαν εξελιγμένες μηχανές κατεργασίας και καλλωπισμού καθώς η αγορά απαιτούσε διαρκώς νέα προϊόντα. Το γοργό ρυθμό της βιομηχανικής βυρσοδεψίας και την επιβίωση στις διεθνείς αγορές δεν μπόρεσαν τα Καρλοβασιώτικα ταμπάκικα να ακολουθήσουν.
Ο ανταγωνισμός των κέντρων, ειδικότερα μετά το 1950, ήταν άνισος και συντριπτικός για τις επαρχιακές βιομηχανίες, που σιγά σιγά έσβησαν.
Ειδικότερα για τη Σάμο οι παράγοντες που συνέβαλαν την ακμή των βυρσοδεψείων είναι:
Το καθεστώς της Ηγεμονίας της Σάμου (1834-1912) καθυστέρησε αρχικά, αλλά εν τέλει υποβοήθησε την απογείωση της βιομηχανικής δραστηριότητας, κυρίως μετά το 1880, με ευνοϊκές ρυθμίσεις στους σχετικούς δασμούς.
Οι μεταρρυθμίσεις (τανζιμάτ) της οθωμανικής αυτοκρατορίας (1839-1876) ευνόησαν τον εκσυγχρονισμό του κράτους και τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στο Ανατολικό Αιγαίο.
Τα δύο λιμάνια, το φυσικό του Βαθέως και το τεχνητό των Καρλοβασίων (κατασκευής 1860-1890), παρείχαν την απαραίτητη υποδομή για την επικοινωνία, την προμήθεια και τη διάθεση των προϊόντων.
Η αφθονία της ευρύτερης περιοχής, με την οποία η Σάμος είχε ανεπτυγμένες και εδραιωμένες επιχειρηματικές σχέσεις, σε πρώτες ύλες (κτηνοτροφία, πευκοφλοιός και βελανίδια).
Η αδιάκοπη εμπορική δραστηριότητα των σαμιωτών στην ευρύτερη περιοχή επέτρεψε τη συσσώρευση κεφαλαίων.
Η παράλληλη ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας, ενίσχυσαν ποικιλοτρόπως την τοπική βιομηχανία.
Οι κύριοι σταθμοί της βιομηχανικής εποχής της Σάμου είναι:
Η χρήση των πρώτων ατμομύλων στο Καρλόβασι για τη βυρσοδεψία χρονολογείται από το 1889-1890, όταν ιδρύεται «Εταιρικός Σύνδεσμος» με το σκοπό αυτόν.
Η κατασκευή του τραμ το 1906 για τη διευκόλυνση των εργοστασίων.
Η ίδρυση Εμπορικών Επιμελητηρίων το 1906 στο Καρλόβασι και το 1907 στο Βαθύ οργανώνουν τα συμφέροντα των εμπόρων και βιομηχάνων.
Ο σχηματισμός της εργατικής τάξης, απαραίτητος παράγοντας στην πορεία της εκβιομηχάνισης, αποκρυσταλλώθηκε με την ίδρυση δύο Σωματείων: Το πρώτο το 1899 «Αδελφότης βυρσοδεψών Ο Προφήτης Ηλίας» εργοδοτών και εργατών και το δεύτερο το 1908 με την επωνυμία «Αδελφότητα Εργατών βυρσοδεψείων Ο Άγιος Παντελεήμων». Το εργατικό κίνημα των βυρσοδεψεργατών στη Σάμο ήταν από τα πιο δυναμικά στην ιστορία της περιόδου αυτής.
Τα Κτίσματα









Οι Επιγραφές









Τα Εργαλεία





