Ο Μαραθόκαμπος, κεφαλοχώρι της Ν.Δ. Σάμου, χτισμένο αμφιθεατρικά στις Ν.Α. πλαγιές του Κέρκη και στις παρυφές του Φτεριά, 400 μέτρα πάνω απ τη θάλασσα, με πανοραμική θέα προς τη Σαμιοπούλα, τους Φούρνους και τα Δωδεκάνησα, ιδρύθηκε κατά το δεύτερο μισό του 16ου αιώνα, με τον επανεποικισμό της Σάμου από τον Κιλίτζ Αλή Πασά. Τότε αναζήτησαν στο νησί άσυλο, λόγω των προνομίων που δόθηκαν από την Πύλη, άνθρωποι από διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Οι πρώτοι κάτοικοι του Μαραθοκάμπου ήταν οι λεγόμενοι χιοσάμιοι, που οι πρόγονοί τους είχαν ακολουθήσει τους Γενοβέζους στη Χίο, προκειμένου να προστατευτούν από τις επιδρομές των Τούρκων και των πειρατών. Επιστρέφοντας, λοιπόν, από τη Χίο μετέφεραν τη λατρεία και την εικόνα της Αγίας Ματρώνας, της Χιοπολίτιδος, η οποία φυλάσσεται στο ομώνυμο κλίτος του τετράκλιτου μητροπολιτικού ναού του Προφήτη Ηλία. Αργότερα (το 1715), κατά τον Εμμ. Κρητικίδη, ήρθαν στο χωριό φυγάδες απ το Γύθειο ή Μαραθονήσι (πρώτη εκδοχή για το όνομα του χωριού), αλλά και Κρητικοί, Καριώτες, Δωδεκανήσιοι και Μικρασιάτες. Η κάθε μια ομάδα έφτιαχνε και τη δική της γειτονιά και τής έδινε όνομα σχετικό με αυτό της ιδιαίτερης πατρίδας της (π.χ. Σκούταρη, από Κωνσταντινοπολίτες εποίκους, λέγεται ως σήμερα αυτή που βρίσκεται στην αρχή του χωριού).
Ο αρχικός πυρήνας του Μαραθοκάμπου ήταν στα Νότια, γύρω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Όμως, ο Επαμεινώνδας Σταματιάδης αναφέρει ότι ο αρχικός οικισμός δημιουργήθηκε χαμηλότερα, στη θέση Λουκαίικα (Λ’καίικα), κοντά στον Kάμπο, όπου αφθονούν τα μάραθα (δεύτερη εκδοχή για το όνομα του χωριού).
Τα σπίτια του χωριού, σμιχτά, δωματοσκέπαστα, με μεσοτοιχίες, στοές, χαγιάτια, πατμιακά στοιχεία, ταράτσες με γείσο, καμάρες πάνω από τα πλακόστρωτα σοκάκια, σφιχταγκαλιάζονται με πετρόχτιστα κεραμοσκεπή οικοδομήματα : εκκλησίες, βρύσες, πλυσταριά και νεοκλασικά κτίρια. Οι δρόμοι είναι στενοί και δαιδαλώδεις με πολλές καμάρες, προκειμένου να δυσκολεύουν πολύ την κυκλοφορία του κάθε επίδοξου επιδρομέα (όταν μάλιστα πίσω απ’ τα παράθυρα παραμόνευαν οι κάνες των τουφεκιών). Όλα αυτά είναι αληθινά στολίδια που τονίζουν τη γραφικότητα του χωριού και εντυπωσιάζουν τον επισκέπτη .
Αγροτικός οικισμός στην αρχή ο Μαραθόκαμπος, με μεγάλη παραγωγή λαδιού, είχε πολλά ελαιοτριβεία (αναφέρεται ότι το 1956 ο αριθμός τους στην ευρύτερη περιοχή έφτανε τα δεκαεπτά(!)). Επίσης άκμαζε η υλοτομία (χάρη στη θαυμαστή ξυλεία του μαύρου πεύκου του Κέρκη), η αλιεία, η παραγωγή ποιοτικού σαπουνιού, κάρβουνου και η εξόρυξη της μαραθοκαμπίτικης («σαντουρνίσας») πέτρας. Στην προεπαναστατική περίοδο ήταν σημαντικό ναυτοχώρι και
μάλιστα την εποχή που η πειρατεία μάστιζε το Αιγαίο. Με τη δημιουργία λιμανιού στο επίνειο του Όρμου, το χωριό απέκτησε εμπορικές σχέσεις με τα μικρασιατικά παράλια, τα νησιά, τις βόρειες ακτές της Αφρικής, την Κύπρο μέχρι και τον Εύξεινο Πόντο. Καραβομαραγκοί οι Μαραθοκαμπίτες, καραβοκαπεταναίοι και υπερπόντιοι ταξιδευτές, κουρσάροι κάποιες φορές, όργωναν με τα σκάφη τους θαλασσινούς δρόμους.
Σε κείμενο του Ιωάννη Λεκάτη γραμμένο στα 1834, που ήρθε στο φως από έρευνα του Μανόλη Βουρλιώτη, οι Μαραθοκαμπίτες επηρεασμένοι από τη μορφολογία του εδάφους χαρακτηρίζονται ως εξής : «οι άνθρωποι ούτοι, ως εξομοιούμενοι με την θέσιν του τόπου, είναι τραχείς, γενναίοι, ολιγόλογοι, ευθείς και φιλελεύθεροι, εύρωστοι και ωραίοι». Οι χαρακτηρισμοί αυτοί αποδεικνύονται από την ιστορία του χωριού. Οι πρόγονοί τους,εμπνευσμένοι από τις αρχές της Γαλλικής Επανάστασης και του Διαφωτισμού έδωσαν το παρόν σ όλες τις μεγάλες στιγμές της ιστορίας και πήραν μέρος σε όλους τους αγώνες : στην επανάσταση του 1821, στα κινήματα του Θεμ. Σοφούλη, στους απελευθερωτικούς αγώνες του 12-13 , στη Μικρασιατική εκστρατεία, στην Αλβανία και στη Μέση Ανατολή. Αλλά και στα χρόνια της Ιταλογερμανικής Κατοχής 1941-1944 οι Μαραθοκαμπίτες είχαν μεγάλη δράση στην Εθνική Αντίσταση.
Μερικές από τις εξέχουσες προσωπικότητες της Σάμου γεννήθηκαν ή έζησαν στο Μαραθόκαμπο. Εμβληματική προσωπικότητα αποτελεί ο θρυλικός ήρωας του ’21, Καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης. Μαζί του έδρασαν ο αδερφός του Αντώνιος Γεωργιάδης, που αργότερα επί Ηγεμονίας διηύθυνε για δεκαπέντε χρόνια τις εργασίες των σαμιακών συνελεύσεων, ο Σεβαστός Γιαγάς, χιλίαρχος της Επανάστασης και αξιωματικός του Μεγάλου Ναπολέοντα, ο Κωνσταντίνος Παλαιός, που διέθεσε το ιδιόκτητο πλοίο του «Χαρίκλεια ̈ στον Αγώνα αφού το εξόπλισε με 6 κανόνια, ο Κ. Κοντραφούρης, ο ατρόμητος πυρπολητής, ο Σταμάτης Αλέξη, το άφοβο και δεξί χέρι του καπετάν Σταμάτη. Στις αρχές του 20ου αι. γράφουν τη δική τους ιστορία τα αδέρφια Γιώργος, Κώστας, Γιάννης και Κίμων Γιαγάς. Στην εκκλησιαστική ιεραρχία διακρίθηκαν ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Δαμιανός (ο κατά κόσμον Δημήτρης Κασσιώτης) και ο Μητροπολίτης Περγάμου, Ανέων, Βεροίας Αλέξανδρος Δηλανάς. Στον κόσμο των Γραμμάτων και της Λογοτεχνίας ξεχώρισαν οι εξής : ο Γεώργιος Αναγνώστης Κλεάνθης (κατά κόσμον Γ. Διακογεωργίου), γαμπρός του καπετάν Σταμάτη, ποιητής (ο Τυρταίος της Σάμου) και πολεμιστής. Ο Γιώργης Καρατζάς, καθηγητής φιλόλογος, διευθυντής και αρθρογράφος της εφημερίδας του
«Φως» (το 2019 εκδόθηκαν τα Διηγήματά του απ το περιοδικό «Απόπλους»). Ο Μανόλης Σαρρής, άριστος παιδαγωγός, γνωστός για το Κληροδότημα(των
αδερφών Σαρρή) στο Μαραθόκαμπο Αναγνωστηρίου και Βιβλιοθήκης. Ο
εξαίρετος λογοτέχνης και κριτικός Γιάννης Χατζίνης και τέλος ο μεγάλος αρχαιολόγος Μανώλης Ανδρόνικος.
Ο Μαραθόκαμπος είναι γνωστός και για το τοπικό έθιμο των
«τουφεκιών» (μετέπειτα «οβίδων»), που επιβιώνει από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και είναι κατάλοιπο του επαναστατικού φρονήματος των κατοίκων του. Κάθε ενορία του χωριού αρκετές μέρες πριν το Πάσχα γεμίζει παλιά βλήματα του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου ή κατασκευάζει αυτοσχέδιες οβίδες, τα λεγόμενα «σκαβέτσα» ή ̈λαμνάκια ̈, τα οποία ανήμερα εκρήγνυνται στις γύρω πλαγιές του χωριού και τα πυρά τους… γίνονται ο ειρηνικός χαιρετισμός της Ανάστασης του Χριστού. Το έθιμο το τηρούν ευλαβικά οι σύγχρονοι Μαραθοκαμπίτες όλων των γενεών (παιδιά, νέοι και ηλικιωμένοι). Αν βρεθεί ο επισκέπτης στο χωριό την Κυριακή του Πάσχα, σίγουρα θα εντυπωσιαστεί από το θέαμα.
Σήμερα, η Δημοτική Ενότητα Μαραθοκάμπου του Δήμου Δυτικής Σάμου, πληθυσμιακά αριθμεί 2609 κατοίκους συνολικά και ειδικά η κοινότητα Μαραθόκαμπου, 1900 (σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2011). Η φυσιογνωμία της έχει αλλάξει. Εκτός από την αγροτική και ναυτική της ταυτότητα έχει αναπτύξει ιδιαίτερα και την τουριστική. Κατά τη θερινή περίοδο, η περιοχή του Μαραθοκάμπου αποτελεί πόλο έλξης επισκεπτών στα παρακείμενα τουριστικά θέρετρα. Το παραδοσιακό ψαροχώρι του Όρμου, ο Κάμπος και η Ψιλή Άμμος με τις μαγευτικές τους παραλίες αρκετών χιλιομέτρων, ο γραφικός Λιμνιώνας καθώς και οι μοναχικοί ορμίσκοι, οι ακτές με τις θαλασσινές σπηλιές και τα δαντελωτά ακρογιάλια υποδέχονται κάθε Καλοκαίρι Έλληνες και ξένους τουρίστες. Εκεί, λοιπόν, οι παραθεριστές απολαμβάνουν τα πεντακάθαρα νερά, την ευχάριστη διαμονή τους σε σύγχρονες ξενοδοχειακές μονάδες και ενοικιαζόμενα διαμερίσματα, και τους εκλεκτούς μεζέδες στα γραφικά ταβερνάκια των παραπάνω οικισμών.
Ξεκινούμε την περιήγησή μας από την κεντρική διασταύρωση του Μαραθοκάμπου στη στροφή Κονδύλη. Ο δρόμος με νότια κατεύθυνση οδηγεί στους παραλιακούς οικισμούς της Δημοτικής ενότητας (Βελανιδιά, Όρμο, Κάμπο, Ψιλή Άμμο, Λιμνιώνα…), καθώς και στα χωριά της δυτικής εσχατιάς του νησιού, Καλλιθέα και Δρακαίους.
Ακριβώς δεξιά ξεκινάει αγροτικός δρόμος που οδηγεί στους πρόποδες του Κέρκη, με την ένδειξη : «Προς σπηλιά του Πυθαγόρα». Ο Κέρκης, με υψόμετρο 1440 μ., φιλοξενεί ενδημικά φυτά, πηγές, πολλές σπηλιές, ασκηταριά, ξωκκλήσια και τη θρυλούμενη ως σπηλιά του Πυθαγόρα, όπου κατά την παράδοση κατέφυγε ο φιλόσοφος και μαθηματικός, κυνηγημένος από τον τύραννο Πολυκράτη. Στην αρχή του δρόμου στην περιοχή Αλωνάκι στεγάζεται σήμερα η Αστυνομία και πιο πέρα ο Παιδικός Σταθμός και το Νηπιαγωγείο. Προχωρώντας τώρα προς το χωριό, προσπερνώντας το τουριστικό περίπτερο, μπορεί να θαυμάσει κανείς την επιβλητική Κεντούρειο Αστική Σχολή, αρχιτεκτονικό στολίδι του χωριού. Η Κεντούρειος Αστική Σχολή, μετέπειτα Σχολαρχείο και νυν Δημοτικό σχολείο είναι ένα έξοχο εκπαιδευτικό ίδρυμα του 1920. Κτίστηκε με δαπάνες του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανού. Ονομάζεται Κεντούρειος, διότι παραχωρήθηκε το οικόπεδο ως δωρεά της διακεκριμένης οικογένειας των αδελφών Κεντούρη, εις μνήμην των γονέων τους. Απέναντι από το σχολείο, ο αθλητικός χώρος που διαμορφώθηκε σχετικά πρόσφατα, αποτελεί και τον αύλειο χώρο του Δημοτικού. Στο χώρο αυτό βρισκόταν το σπίτι του παπαΧάρακα (1880) και μετέπειτα Νηπιαγωγείο του χωριού, που όμως καταστράφηκε ολοσχερώς από πυρκαγιά το 1994.
Στην ανατολική πλευρά του Δημοτικού, σε ένα μικρό πάρκο βρίσκεται το μνημείο των πεσόντων. Χαραγμένα σε μαρμάρινες στήλες είναι τα ονόματα πεσόντων ηρώων των απελευθερωτικών αγώνων του 1912 – 1913 αλλά και της ιταλογερμανικής κατοχής 1941-4 και της Εθνικής Αντίστασης.
Λίγα μέτρα πιο κάτω ο περιπατητής συναντά το ναό του Αγίου Αντωνίου. Θεμελιώθηκε το 1904 και υπέστη ρωγμές από το σεισμό του Οκτώβρη του 2020.Είναι αφιερωμένος εκτός του Μεγάλου Αντωνίου και στους Μεγίστους Ταξιάρχας, την εικόνα που έδωσαν σαν τάμα οι καπεταναίοι που ακολούθησαν τον Καπετάν-Σταμάτη κατά την έναρξη της Επαναστάσεως. Αυτή την εικόνα σήκωσαν ψηλά στα χέρια τους στη δοξολογία που έγινε στις 17 Απριλίου 1821 και ορκίστηκαν ή να ζήσουν ελεύθεροι ή να πεθάνουν : «ομνύομεν ότι είμεθα έτοιμοι και εις πυρ και εις θάνατον υπέρ της ελευθερίας του έθνους και της Πατρίδος». Αργότερα (1825) οι Μαραθοκαμπίτες καπετάνιοι την ασήμωσαν. Επίσης, στην εκκλησία του Αγίου Αντωνίου φυλάσσεται, ως ιστορικό κειμήλιο, η καμπάνα που ήχησε στον Μαραθόκαμπο εκείνη τη μέρα, καλώντας το χωριό για τον μεγάλο ξεσηκωμό. Περιμετρικά του Αγίου Αντωνίου υπήρχαν άλλοτε πολλά καφενεία.
Κατηφορίζοντας, συναντούμε το Γυμνάσιο και το Λύκειο του Μαραθοκάμπου. Το παλιό κτίριο του Γυμνασίου Μαραθοκάμπου, χτίστηκε κάπου στα 1881, επί Ηγεμόνος Κ. Αδοσίδου (1879-1885) ως το δεύτερο Πρωτοδικείο της Σάμου. Αργότερα, όταν ενώθηκε η Σάμος με την Ελλάδα (1912) και καταργήθηκε η Ηγεμονία, το κτίριο λειτούργησε ως Σχολαρχείο μέχρι το 1930. Τότε στεγάστηκε το Γυμνάσιο με τρεις τάξεις αρχικά και έξι αργότερα. Στο πίσω μέρος υπάρχουν δυο αίθουσες που κατασκευάστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τις πέτρες που χρειάστηκαν για να χτιστούν αυτές οι αίθουσες τις κουβαλούσαν οι τότε μαθητές μία μία καθημερινά.
Στην Κατοχή αποτέλεσε Διοικητήριο των Ιταλογερμανών. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, το Γυμνάσιο Μαραθοκάμπου υπήρξε εστία Αντίστασης κατά την περίοδο της Κατοχής.
Μετά την Απελευθέρωση και μέχρι σήμερα στεγάζεται το Γυμνάσιο Μαραθοκάμπου, που φιλοξενεί παιδιά και από τα γύρω χωριά : Πλάτανο, Κουμέικα, Σκουρέικα, Όρμο, Κάμπο, Αγία Κυριακή, Καλλιθέα και Δρακαίους . Γειτονικά στο κτίριο του Γυμνασίου βρίσκεται το νέο Λύκειο, που χτίστηκε μετά το 1993, πάνω από το κλειστό Γυμναστήριο.
Το πλάτωμα στο οποίο χτίστηκε το κλειστό Γυμναστήριο, το Αγροτικό Ιατρείο αργότερα, εγκαταστάθηκε η παιδική Χαρά και που τώρα οικοδομείται το Νηπιαγωγείο, φιλοξενούσε μέχρι τη δεκαετία του ‘80 το νεκροταφείο του χωριού.
Η Παναγία η Μυρτιδιώτισσα, ήταν ο νεκροταφειακός ναός. Στο υπέρθυρο της εισόδου διαβάζουμε ότι θεμελιώθηκε το 1840 και αποπερατώθηκε το 1898.
Προχωρώντας, φτάνουμε στην πλατεία της Λάκας, το κέντρο του Κάτω χωριού. Εκεί, βρισκόταν το Διοικητήριο, η καζάρμα των Ιταλών. Το κτίριο ορθώνεται εγκαταλειμμένο και ερειπωμένο, μη επισκέψιμο, με τοιχογραφίες και συνθήματα στο εσωτερικό του, όπως : «vinceremo», δηλ. «θα νικήσουμε» από τους κατακτητές, αλλά και: «Scaparemo», «θα λακήσουμε» στο μαντρότοιχο, από τους αντάρτες ! Εκεί ήταν και η ψαραγορά του χωριού. Ο ήχος της μπουρούς σήμαινε ότι στη Λάκα έφερναν ψάρια. Γύρω γύρω υπήρχαν αρκετά καφενεία επίσης.
Η περίτεχνη βρύση, στερεμένη πια, θυμίζει αλλοτινές εποχές. Κτίστηκε επί ηγεμόνος Αλεξάνδρου Καραθεοδωρή στις 23 Φεβρουαρίου του 1891, σύμφωνα με την μαρμάρινη επιγραφή που βρίσκεται πάνω στη βρύση. Το νερό της διοχετευόταν και στις πλύστρες από πέτρες, πίσω από τον Άγιο Αθανάσιο, που κατασκευάστηκαν το 1900.
Όσο για την εκκλησία, τον Άγιο Αθανάσιο, είναι μια δίκλητη βασιλική χωρίς τρούλο, με συναπτό ελαιοτριβείο ιδιοκτησίας του.
Κατηφορίζοντας απέναντι απ τα πλυσταριά του Αγίου Αθανασίου, περνώντας από σοκάκια, φτάνουμε στη Μονή Κοίμησης της Θεοτόκου, η οποία στεγάστηκε σ ένα κτίριο που χρησιμοποιούταν αρχικά ως φιλανθρωπικό ίδρυμα και οίκος ευγηρίας. Ο ναός χτίστηκε το 1768 και φέρει την επιγραφή: « θείος και ιερός ναός της Υπεραγίας Θεοτόκου αψξθ’ Νοεμβρίου θ’ ». Πάνω από τη θύρα του, η ένδειξη «Τώ 1819 έτει Ιουνίου 15» προφανώς φανερώνει το χρόνο ανακαινίσεώς του.
Η μονή ως γυναικείο μοναστήρι, ιδρύθηκε το 1887 από αγιονορείτες πατέρες, όταν κατέφυγαν διωγμένοι στο Μαραθόκαμπο, οι λεγόμενοι Κολλυβάδες. Κάποια στιγμή η μονή ερήμωσε.
Το 2010 άρχισε η ανοικοδόμησή της και η κατασκευή νέων κτιριακών εγκαταστάσεων. Μέσα σε ερμάρια στο ιερό βήμα σώζεται η βιβλιοθήκη της μονής με πολλά παλαίτυπα βιβλία.
Επιστρέφοντας, ανεβαίνουμε την ανηφόρα, για να συνεχίσουμε τον περίπατό μας στα σοκάκια του χωριού. Στο σοκάκι πίσω από το ιερό του Άη Θανάση βρίσκεται το ανακαινισμένο σπίτι του Γιάννη Γιαγά. Ο Γιάννης Γιαγάς μαζί με τ αδέρφια του Γιώργο, Κώστα και Κίμωνα, τους ξακουστούς Γιαγάδες, πρωτοστάτησαν και διακρίθηκαν στην επανάσταση του Σοφούλη κατά της Ηγεμονίας και υπέρ της Ένωσης της Σάμου με την Ελλάδα. Αργότερα ηγήθηκαν στο κίνημα των Γιαγάδων, μια σκοτεινή σελίδα της Ιστορίας του χωριού και της Σάμου, γενικότερα.
Συνεχίζουμε, για να συναντήσουμε την οικία του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δαμιανού (1848 – 1931) με τη μαρμάρινη επιγραφή εξωτερικά που την ταυτοποιεί.
Προχωρώντας στη γειτονιά της «Κατωρούας» που βρίσκεται ανάμεσα στη Λάκκα, την εκκλησία του Άγιου Αθανασίου και στο ξεσκέπαστο τότε ρέμα, μπροστά απ το σπίτι της Χρυσούλας Γιαγά, υπάρχει μία από τις πολλές καμάρες του χωριού τις χαρακτηριστικές της αρχιτεκτονικής του.
Να σημειώσουμε ότι οι καμάρες και τα στενά πλακόστρωτα δρομάκια, τα σπίτια του Μαραθοκάμπου αλλά και γενικά η αρχιτεκτονική του χωριού παρουσιάζει ποικιλία χτισμάτων, που μαρτυρούν την έλευση μαστόρων και χτιστάδων από διάφορα μέρη της Ελλάδος, τις εποχές που τα σινάφια των αρχιμαστόρων περιόδευαν παντού. Γι αυτό συναντά κανείς οικοδομήματα με ίχνη Ηπειρώτικης ή Πελοποννησιακής αρχιτεκτονικής, σε νεοκλασικές γραμμές από πελεκητή πέτρα.
Βαδίζοντας δεξιά και με ανατολική κατεύθυνση, περνάμε κάτω από μια άλλη χαρακτηριστική καμάρα που μας οδηγεί σε μια μικρή πλατειούλα, όπου βρίσκεται η Αγία Βαρβάρα ή ο μικρός Αη – Θανασάκης. Για τη χρονολόγησή της ενδεικτική είναι η χρονολογία 1798, σε επιγραφή χαραγμένη επάνω από τη νότια είσοδο. Πρόκειται για απλή δίκλιτη εκκλησία με θολοσκέπαστα κλίτη. Επάνω δε από την είσοδο αυτή, στη στέγη, υψώνεται ένα μικρό, απλό, τοξωτό καμπαναριό.
Ξεπερνώντας την πρόσοψη της εκκλησίας και βαδίζοντας βόρεια και ανατολικά συναντάμε την Αγία Παρασκευή. Είναι μια ευρύχωρη τρίκλιτη βασιλική χωρίς τρούλο πλέον, αφού γκρέμισε μετά το σεισμό του 1904. Η εκκλησία μνημονεύεται σε έγγραφο του 1607.
Απέναντι ακριβώς απ την εκκλησία βρισκόταν η οικία του καπετάν Σταμάτη Γεωργιάδη, του πολέμαρχου του Ναπολέοντα, στελέχους των Καρμανιόλων και ήρωα της Σαμιακής παλιγγενεσίας. Σήμερα στη θέση της υπάρχει μικρό οικοδόμημα προοριζόμενο να φιλοξενήσει Μουσείο με τα ενθυμήματα του ήρωα που προς το παρόν φυλάσσονται στο Δήμο.
Παίρνοντας το δρόμο προς τα δεξιά, αξίζει να παρατηρήσουμε στην αρχή του δρόμου νεοκλασικές αρχοντικές οικίες του 19ου αιώνα, της οικογένειας Κεντούρη, δείγματα οικονομικής ευρωστίας και καλαισθησίας, μέχρι να φτάσουμε στη βρύση της Σγουρούς. Δεν φέρει ημερομηνία κατασκευής, αλλά πρέπει να φτιάχτηκε στις αρχές του 19ου αιώνα.
Πιο πέρα και δεξιά υπάρχουν συντρίμμια σφαγείου του 1908. Ακριβώς μετά, μάς αποκαλύπτονται τα πλυσταριά της Αγίας Παρασκευής, γνωστά ως «βρύσες». Πρόκειται για μια εξαγωνική κατασκευή, σκεπαστή, με ειδικές θέσεις σε κάθε του πλευρά, που χρησιμοποιούνταν σαν εστίες για να θερμαίνεται το νερό. Οι τοίχοι που σώζονται έχουν ύψος τρία ή τέσσερα μέτρα και οι γούρνες είναι από πελεκητή πέτρα. Χτίσθηκε στο τέλος του 19ου αιώνα και είναι σημαντικό αρχιτεκτονικό μνημείο, που του αξίζει να αποκατασταθεί, να προβληθεί και να αξιοποιηθεί.
Επιστρέφοντας, στο δεξί μας χέρι και πάνω από τη βρύση Σγουρού σώζεται το σπίτι του οπλαρχηγού του ’21, Κωνσταντίνου Παλαιού (ή Παληού).
Προχωρώντας δεξιά από την Αγία Παρασκευή και προσπερνώντας ένα παλιό ξυλουργείο του χωριού συνεχίζουμε τη διαδρομή μας και φτάνουμε στο παλιό κοινοτικό κατάστημα του Μαραθοκάμπου, κτίσμα του 1906.
Ανακαινισμένο, αναμένει να φιλοξενήσει τα εκθέματα του Λαογραφικού Μουσείου ή να αξιοποιηθεί για άλλους σκοπούς και χρήσεις.
Κατευθυνόμενοι προς τα πάνω φτάνουμε στο κέντρο του χωριού, στην πλατεία της Λούγκας ή την πλατεία Ενώσεως. Γύρω απ αυτήν υπήρχαν πολλά καφενεία. Η πλατεία στολίζεται με περίτεχνη δημόσια βρύση, συντροφευμένη από μεγαλόπρεπο αιωνόβιο πλάτανο, που φυτεύτηκε από τον Ι. Γιαγά την ημέρα της Ενώσεως με την Ελλάδα. Χτίστηκε κατά την περίοδο της Ηγεμονίας του Κων. Αδοσίδη, το 1881, όπου τότε έγιναν στη Σάμο πολλά κοινωφελή έργα, όπως : δρόμοι, κρήνες νερού, γεφύρια, κλπ. Πάνω της υπάρχει η εξής επιγραφή : «Ηγεμονεύοντος Κωνσταντίνου Αδοσίδου / Κρήνην ην βλέπεις θεατά, εγώ προσδαπανήσας ταύτην εκ βάθρων ήγειρα, το Κέντρον μου κοσμήσας.». Πάνω από την πλατεία της Λούγκας βρίσκεται ο τετράκλιτος μητροπολιτικός ναός του Προφήτη Ηλία, στη νότια πλευρά του οποίου σώζεται ηλιακό ρολόι. Πιο πάνω από την εκκλησία και στη συνοικία Σκούταρη σώζεται μέρος από τα πλυσταριά της ενορίας του Προφήτη Ηλία, γνωστά ως «Πλυσταριά Τσαγκαράκη».
Προχωρώντας τώρα ευθεία από την πλατεία της Λούγκας προς την πλατεία Αγίου Αντωνίου συναντά κανείς στα αριστερά του πετρόκτιστο κτίσμα του 1958, το οποίο λειτούργησε ως Κινηματογράφος στις δεκαετίες ́60- ́80 και σήμερα το κτίριο στεγάζει τον Πολιτιστικό Σύλλογο Μαραθοκάμπου, ο οποίος έχει πλούσια πολιτιστική και καλλιτεχνική δράση.
Φτάνοντας στον Άγιο Αντώνιο, στα δεξιά υπήρχε ο παλιός βουβός Κινηματογράφος ενωμένος με καφενείο. Χρονολογικά τοποθετείται κάπου στα 1930. Εκτός από προβολή ταινιών που γινόταν (οι ταινίες διαφημίζονταν μέσω του ντελάλη του χωριού) σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, δίνονταν και θεατρικές παραστάσεις (!), παιζόταν καραγκιόζης και γίνονταν κι άλλες ακόμα εκδηλώσεις.
Από την ανηφόρα ακριβώς δίπλα, ο επισκέπτης μπορεί ν ανέβει στην ̈Πανωρούα ̈, στο βόρειο μέρος του Μαραθοκάμπου, όπου δεσπόζει η εκκλησία της Αγίας Τριάδας με το επιβλητικό καμπαναριό της. Ο ναός αυτός έχει δύο κλίτη και στο υπέρθυρο της εισόδου διαβάζουμε ότι αναγέρθηκε το έτος 1798. Μέσα δε στο ναό περιλαμβάνεται και ναΐδριο αφιερωμένο στον όσιο Χριστόδουλο. Επιπλέον υπάρχει και ιδιότυπος γυναικωνίτης, η εξωτερική πύλη του οποίου φέρει επίσης χρονολογία 1798. Το τέμπλο της εκκλησίας έχει κατασκευαστεί το 1892, ενώ η εφέστια εικόνα της Αγίας Τριάδας έχει χρονολογία 1810.
Κατεβαίνοντας από την Αγία Τριάδα ο επισκέπτης συναντά τα πλυσταριά της ενορίας , κατασκευασμένα από τον Άπλυτο, Δήμαρχο επί Ηγεμονίας, που φέρουν το όνομά του με την ομώνυμη βρύση «Άπλυτη» που την ανακαίνισε το 1847.
Και το οδοιπορικό μας κλείνει με την προτομή που στήθηκε το ́68 και την οποία συναντά ο επισκέπτης λίγο πριν την κεντρική διασταύρωση και αποτελεί σημείο αναφοράς για τους κατοίκους και τους επισκέπτες. Ο καπετάν Σταμάτης Γεωργιάδης ( Μαραθόκαμπος 1791 – Χαλκίδα 1861),«μαρμαρωμένος» ατενίζει το παρόν και υπενθυμίζει το παρελθόν. Πρώτος χιλίαρχος της Σάμου στο στρατοπολιτικό σύστημα διοίκησης του Λυκούργου Λογοθέτη (γαμπρού του, συζύγου της αδερφής του Λουλούδας), θρυλικός ήρωας στην μάχη του Κάβο Τζωρτζή ή Κάβο Φονιά (στις αρχές του Ιουλίου του 1821, σκότωσε τον αρχηγό των Τούρκων Καπλάν αγά) που από μικρός ακολούθησε το ναυτικό επάγγελμα και γρήγορα βρέθηκε στο πλοίο του ξακουστού θαλασσομάχου Ν. Κεφάλα, έδωσε τα πάντα για τον Αγώνα και πέθανε στην γη της αυτοεξορίας του, την Εύβοια, όταν η Σάμος έγινε Ηγεμονία. Ο ηρωισμός, η ανδρεία αυτού και των συμπολεμιστών του εξυμνούνται από τον Τυρταίο της Σάμου και γαμπρό του (σύζυγο της κόρης του Κλεοπάτρας) Γεώργιο Κλεάνθη.
Νίκος Βαφέας : «Από τον Ληστή στον Αντάρτη. Τα ένοπλα κινήματα των Γιαγάδων στη Σάμο 1914 – 1925»
Μ. Βουρλιώτης (ιστορικός ερευνητής), μελέτη του στην «Αντιπελάργηση»: «Οι τοπικοί προεστοί της Σάμου. Η περίπτωση των προγόνων του καπετάν Σταμάτη», σελ. 315-366
Μ. Βουρλιώτη μελέτη σε κείμενο Ι. Λεκάτη : «Σαμιακή Επιθεώρηση» 1ος τόμος, Ιανουάριος 1984
Παύλος Διακογιάννης : «Ἡ παιδεία στή Σάμο : Ἀπό τήν Τουρκοκρατία μέχρι σήμερα» Ἀθήνα : Σύλλογος πρός Διάδοσιν Ὠφελίμων Βιβλίων, [1989]
Δημητρίου Ν. : « Ιστορία της Σάμου», Αθήναι 1979
Γεώργιος Δημητριάδης, «Ιστορία της Σάμου», Εν Χαλκίδι, τυπογραφείου Ευρίπου, 1866, σελ. 26-27.
Γιάννης Α. Ζαφείρης : «Λογοθέτης Λυκούργος, ο μεγάλος του 1821»
Ν. Ζαφειρίου : «Αρχείον της Σάμου», τόμος 4ος
Καμπούρης Κ. Γ. «Το χρονικό της Σάμου », Αθήναι 1976-1977, τόμος α ́.
Εμ. Κρητικίδης : «Τοπογραφία αρχαία και σημερινή της Σάμου», εν Ερμουπόλει 1869.
Ευάγγελος Γ. Κιλουκιώτης: «Ο Μαραθόκαμπος», Ανάλεκτα και άλλα, εκδ. Σύλλογος των Απανταχού Μαραθοκαμπιτών
Σ Λάιου.: «Η Σάμος κατά την Οθωμανική περίοδο»
Παπαϊωάννου Κ., «Εκκλησίες και Μοναστήρια της Σάμου», Πνευματικό Ίδρυμα «Νικόλαος Δημητρίου». Αθήναι 1997
Μητροπολίτου Σιδηροκάστρου Παπάλη Ι. «Η Εκκλησία της Σάμου από της ιδρύσεως αυτής μέχρι σήμερα», Σιδηρόκαστρο 1990
Επ. Ι. Σταματιάδης : «Σαμιακά», τόμος Α σ.23, τόμος Γ ́, σελ. 498
Σεβαστόπουλος Νίκος (2004),«Σάμος : Μια Αναδρομή στην ιστορία της», σελ. 94,95
Μ. Βαρβούνης : «ΣΑΜΟΣ /Ένας πλήρης ταξιδιωτικός οδηγός»
«Φτεριάς», Αθήνα, Ιανουάριος – Μάρτιος 2016, τεύχος 67 / Κώστας Κιάσσος : Το ΓυμνάσιοΜαραθοκάμπουστηνεθνικήαντίσταση / Εορτασμός εθνικής επετείου, 25 Μαρτίου 1943
«Σαμιακή Επιθεώρηση», τόμος 1ος, Ιανουάριος 1984
Εφημερίδα «Σαμιακή» 6-9 Μάρτη 1956
Παγκόσμιο Βιογραφικό λεξικό- Τόμος 3- Τελευταία ανανέωση : Τρίτη, 30 Ιουλίου 2013
Gtp.gr (greek travel pages)
Ptaba.gr (Πνευματικό Ίδρυμα Σάμου, Ν. Δημητρίου)
gak.sam.sch.gr (Γενικά Αρχεία Κράτους)
ΠΡΟΦΟΡΙΚΕΣ ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ : ΝΑΝΟΣ ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠHΤΤΑΣ